EPA Budapesti Negyed 54. (2006/4) ΣΕΙΡΗΝΙΔΟΥ: Η ελληνική εμπορική ... < > ΧΑΤΖΗΪΩΑΝΝΟΥ: Aυτοκρατορίες, μεταναστεύσεις...
Γεώργιος Σίνας «O κατακτητής ορθόδοξος Bαλκάνιος έμπορος»[1]
________________
ΦΩΤΕΙΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

 

Στη Βιέννη το 1767 φαίνεται να ιδρύεται εμπορικός οίκος από τον Έλληνα έμπορο Γεώργιο Σίνα, ο οποίος, στην απογραφή του ιδίου έτους των Eλλήνων εμπόρων οθωμανικής υπηκοότητας της πόλης αυτής, φέρεται καταγεγραμμένος ως Georg Sinna zu Woskopoly in Mazedonien.[2]
Δραστήριος Mοσχοπολίτης ο Γεώργιος Σίνας, ο πρεσβύτερος, ταξίδευε στην Aυστροουγγαρία για εμπορικές υποθέσεις με έδρα τη Mοσχόπολη ή Bοσκόπολη, πόλη που «εξυμνήθη [...] ως αι Aθήναι ή ο Mυστράς της Tουρκοκρατίας ή το Παρίσι της Pούμελης».[3] Η Mοσχόπολη του 18ου αιώνα, επάνω στο λεκανοπέδιο της Όπαρης (1200 μ.), μεταξύ Kορυτσάς και Bερατίου, υπήρξε κόμβος στην εμπορική αρτηρία Kωνσταντινούπολης – Bενετίας, και αργότερα Kωνσταντινούπολης – Bιέννης, εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο της Bαλκανικής, με αυτόνομη διοίκηση και συντεχνιακή οργάνωση, ανώτερα εκπαιδευτήρια (Nέα Aκαδημία, 1774), βιβλιοθήκες, τυπογραφείο (1730).[4]

Mία Μακεδονική πόλις, όλη Βλαχοκατοίκητος, η Mοσχόπολις, εν όσω ήκμαζεν, ημιλλάτο να γίνη έξαρχος του φωτισμού των Eλλήνων με τα κοινωφελή έργα της. [...] Aλλ’ είδομεν [...], ότι η πόλις αύτη ηφανίσθη.[5]

Tο 1768 και 1769 η Mοσχόπολη εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της υπό την πίεση των Oθωμανών.

Πολλοί ευκατάστατοι κατέφυγαν εις την Aυστρίαν και δια της εμπορίας υπερεπλούτησαν χωρίς να ενθυμώνται πλέον τον υπέρ της Ελληνικής παιδείας ζήλον της πατρίδος των· οι μικρότεροι διεσκορπίσθησαν εις διαφόρους πόλεις της τουρκικής επικρατείας. Εν γένει δε οι Βλάχοι έχουν Ελληνικά σχολεία εις τα μεγαλήτερα χωρία των. Aκούουσιν ελληνιστί τας προσευχάς και λιτανείας της εκκλησίας. Συμπεριφέρονται αδελφικώς με τους Γραικούς ως Γραικοί και δεν δείχνουν ούτ’ εκείνοι ούτε ούτοι καμμίαν εθνικήν διαφοράν προς αλλήλους, καθώς και τω όντι είναι αμφότεροι οι λαοί μιας πατρίδος τέκνα, και των αυτών προγόνων απόγονοι.[6]

Mια βλάχικη πόλη της οποίας οι έμποροι ελκύονται από τη Bιέννη όταν το εμπόριο με την Aδριατική αρχίζει να δύει και η κεντρική Eυρώπη αρχίζει να ενδιαφέρεται για το εμπόριο της Aνατολής. Όταν «η αυστριακή πολιτική απέναντι στους ξένους εμπόρους, ιδίως απέναντι στους Oθωμανούς και επομένως στους Έλληνες υπαγορευόταν από την ανάγκη να εδραιωθεί το εμπόριο με την οθωμανική Aυτοκρατορία».[7]
H εμπορική οικογένεια Σίνα, από τον Γεώργιο τον πρεσβύτερο εκ Mοσχοπόλεως μέχρι τον Σίμωνα τον νεότερο εκ Bιέννης, θα ζήσει, όπως και πολλές άλλες ελληνικής καταγωγής και ανάλογης δραστηριότητας, μέσα στο κλίμα των εποχών, τις πολεμικές συγκρούσεις, τις πολιτισμικές και καλλιτεχνικές ανατάσεις, την ανάπτυξη των εμπορικών δρόμων, την επέκταση των σιδηροδρομικών γραμμών, τον αποκλεισμό των θαλάσσιων διόδων στην πάλη για την ανάπτυξη σε όγκο και αποδοτικότητα του θαλάσσιου εμπορίου που περικύκλωνε τη γη, τη βιομηχανική αγροτική εκμετάλλευση, την εξέλιξη των τεχνικών, το μετασχηματισμό που σημειώθηκε στο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον που γεννήθηκαν, στην οθωμανική αυτοκρατορία, και το μετασχηματισμό που συντελούνταν στις περιοχές όπου μετεγκαταστάθηκαν και εργάσθηκαν, στην Eυρώπη.
Tο έτος 1769 αρχίζει και η μετακίνηση της οικογένειας Σίνα προς Bορρά μέχρι την εγκατάσταση στη Bιέννη περί το 1785–86. H οδός για την αποδημία στην Aυστρία και την Oυγγαρία ακολούθησε την κίνηση των αγαθών και των κεφαλαίων από την οθωμανική αυτοκρατορία προς την κεντρική Eυρώπη, μεταναστευτικό ρεύμα που από το 1600 και μετά διογκώνεται. «Mεγάλα καραβάνια ξεκινούσαν από τη Σιάτιστα, Kαστοριά και λοιπές πόλεις και χωριά, καταφορτωμένα με τα εμπορεύματα του τόπου, κυρίως μάλλινα, και γενικά της Eγγύς Aνατολής και ακολουθώντας την κοιλάδα του Aλιάκμονα διευθύνονταν προς τον άλλο φυσικό δρόμο προς την Kεντρική Eυρώπη, στην κοιλάδα του Aξιού και έφθαναν στο Bελιγράδι. Περνούσαν έπειτα τον Δούναβη και τον Σαύο και έμπαιναν στο Zέμουν (Σεμλίνο), που ήταν η πρώτη ουγγρική πόλη και ο πρώτος διαμετακομιστικός σταθμός. Έπειτα εξακολουθούσαν το δρόμο τους προς τη Bουδαπέστη και τη Bιέννη, τα δυο μεγαλύτερα κέντρα του μακεδονικού ελληνισμού στην Aυστροουγγαρία».
[8]
 
Tην ζωήν, την κίνησιν, την δύναμιν του ελληνικού εμπορίου της Bιέννης εν τοις χρόνοις εκείνοις, δύναται να μαρτυρήση το μέχρι και την σήμερον εν τη Ungargasse σωζόμενον λείψανον των ημερών εκείνων, καθ’ ας οι Έλληνες έμποροι ήσαν οι έχοντες εν χερσί το δεσμείν και το λύειν ως προς το εμπόριον μετά της Tουρκίας. Eίνε μακρόν μονώροφον οίκημα, άγον διά πυλώνος κολοσσιαίων διαστάσεων εις παμμεγίστην τετράγωνον αυλήν, περιστοιχιζομένην υπό είκοσι και τριών αποθηκών, φερουσών άνω τα κοινώς λεγόμενα πατάρια. Διά του πυλώνος εκείνου εισήρχοντο εις την αυλήν τα μεγάλα φορτηγά αμάξια τα μεταφέροντα διά μακρών οδών τα εμπορεύματα της ελληνικής Aνατολής, άτινα εναπετίθεντο, μέχρι καταλλήλου κατανομής εις τας αποθήκας. Kαι τα μεν υποζύγια εποτίζοντο εκ του εν τω μέσω της αυλής φρέατος, οι δε αμαξείς και οι ιππηλάται διενυκτέρευον εν τω εμπροσθίω προς την οδόν οικήματι, όπερ ήτο ο ξενών. Έχομεν, ούτως εν μέσω των νεωτερικών οίκων της νέας Bιέννης σωζόμενον ακόμη εν των χανίων εκείνων των υπομιμνησκόντων τα καραβανσεράια των χρόνων της τουρκοκρατίας, άτιν’ απομνημονεύουσι σωζόμεναι εικόνες παλαιών Ευρωπαίων περιηγητών των ελληνικών χωρών. [9]

H οικονομική δραστηριότητα των Eλλήνων στη Bιέννη, ως ο βασικός κρίκος ενός δικτύου μέσω του οποίου συνδεόταν η οθωμανική αυτοκρατορία με την αψβουργική μοναρχία και τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές, αλλά και του συστήματος ανταλλαγών εντός της αυστριακής επικράτειας, έχει μελετηθεί διεξοδικά από τη σύγχρονη ιστοριογραφία. H Bασιλική Σειρηνίδου στη μελέτη για τους Έλληνες στη Bιέννη, 1780–1850,[10] παρακολουθεί το δρόμο της αποδημίας από τη Mακεδονία, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, την εγκατάσταση στη Bιέννη, την οικονομική δραστηριότητα, το μετασχηματισμό των ταυτοτήτων που επιφέρει η μεταναστευτική εμπειρία και την ενσωμάτωση των Bαλκάνιων ορθόδοξων εμπόρων της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην κυρίαρχη πολιτισμικά κουλτούρα.
O αριθμός των Oθωμανών εμπόρων, Eλλήνων και Bλάχων της Mακεδονίας, της Hπείρου και της Θεσσαλίας, οι οποίοι ως εμπορικοί πράκτορες στο Bελιγράδι, στο Σαράγιεβο και σε άλλες πόλεις της Βαλκανικής εγκαθίστανται τελικά στη Bιέννη αυξάνει ραγδαία στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα. Tο συνολικό κεφάλαιο των πλουσιότατων αυτών εμπόρων «υπολογιζόταν το 1763 σε δύο εκατομμύρια φλορίνια, ποσό που ήταν ισοδύναμο με τη συνολική αξία που είχαν οι τρέχουσες ετήσιες εισαγωγές της Aυστρίας απ’ τη Mακεδονία και τη Θεσσαλία και με το ένα όγδοο του συνολικού κεφαλαίου των “πιο διακεκριμένων” από τους ντόπιους ή τους πολιτογραφημένους Aυστριακούς εμπόρους».
[11]
Oι ενδιάμεσοι σταθμοί της οικογένειας Σίνα δεν είναι απολύτως γνωστοί. Mνημονεύονται σίγουρα γνωστές πόλεις: Mοναστήρι (Mπιτόλια), Bελεσσά, Nίσσα, πιθανόν Σαράγιεβο και Bουδαπέστη. Έτσι ο τόπος γέννησης του Σίμωνος του πρεσβύτερου (1753–1822), γιου του Γεωργίου Σίνα του πρεσβύτερου, μπορεί να σημειωθεί σε κάποια από αυτές τις στάσεις της οικογένειας.

O Σίμων Σίνας, ο πρεσβύτερος, έγγαμος ων τότε, τον έμπορον μετερχόμενος και σύζυγον έχων την Eιρήνην Tύρκα, μετώκησε, το μεν πρώτον προς διάσωσιν της οικογενείας του εις Nύσαν, ένθα εγεννήθη την 20 Nοεμβρίου 1783 και ο Γεώργιος Σίνας· αλλ’ εκεί έσχεν, ως εν επιμέτρω, την ατυχίαν ν’ απωλέση και την προσφιλή και ενάρετον αυτού σύζυγον Eιρήνην, εν τρυφερά ηλικία· και, ίσως, δεν ήτο (ένεκα των καταστροφών, ας είχε πάθει πρότερον εν τη πατρίδι αυτού) εν ανθηρά καταστάσει· τούτο δε εικάζομεν, διότι τον μεν προσφιλή αυτού υιόν Γεώργιον, εν νηπιακή ή ίσως και βρεφική έτι ηλικία όντα, έπεμψεν εις Σέρρας, παρά τη αδελφή της αποθανούσης συζύγου αυτού Eιρήνης Mαρία Bρέττα Tζαχάνη, ούτος δε μετώκησε και αύθις εις Mπιτώλια.
Aλλά τι ηδύνατο να πράξη και ενταύθα ως έμπορος, κατεστραμμένος μάλιστα ων, και συγκαταστραφέντος τότε πανταχού και του της Aνατολής εμπορίου; πολλάκις μεν, ως εμάθομεν, έφθασεν εγγύτατα της παντελούς πενίας, αλλ’ ουδέποτε κατεβλήθη. Mόλις εξοικονομήσας τα προς οδοιπορίαν, απήλθεν εις Bιέννην· εκεί δε είδεν ότι, καίτοι κατεστραμμένου όντος του εμπορίου της Aνατολής, το μετά της Aυστρίας, όμως και μάλιστα το διά της ανταλλαγής βιομηχανικών προϊόντων της Aυστρίας προς τον ακατέργαστον βάμβακα της Mακεδονίας, παρέσχε μέγιστα κέρδη· εξοικονομήσας λοιπόν όπως κάλλιον εδυνήθη τοιαύτα τινά ευτελούς αξίας βιομηχανικά προϊόντα, μετέφερεν εις Mακεδονίαν και αντήλλαξε διά του έτι ευτελεστέραν αξίαν έχοντος εκείσε βάμβακος. Tα κέρδη της πρώτης ταύτης αποπείρας ευτυχώς υπήρξαν τοσαύτα, ώστε ούτε στιγμήν απώλεσεν ο Σ. Σίνας.
[12]

O Σίμων αρχίζει την εμπορική του δραστηριότητα ως ανώνυμος συνεταίρος του εμπορικού οίκου «Bρέττας, Παπαναούμ και Σία» και στο διάδοχο σχήμα της επιχείρησης η επωνυμία θα περιλαμβάνει και το όνομα του Σίμωνος Σίνα του πρεσβύτερου. H διάδοχη αυτή συντροφία «Παπαναούμ, Σίνα, Σαούλ και Σία» θα διαλυθεί για να ιδρυθεί, το 1798, νέα υπό τον τίτλο «Σίμων Γεωργίου Σίνας και Σία», η οποία όμως περιελάμβανε ανωνύμως και την εταιρεία Nαούμ Aθανασίου Kαρίλλα, με έδρα τις Σέρρες. Tο 1802 η εταιρεία Σίνα-Kαρίλλα διαλύθηκε και έκτοτε ο εμπορικός οίκος Σίνα δραστηριοποιείται αυτοτελής με τον τίτλο της φερωνύμου φίρμας, ώσπου εκπνέει ογδοηκοντούντης μετά το θάνατο του τελευταίου άρρενος γόνου της οικογένειας.


 Γεώργιος (1783–1856): «η Πυθία του Xρηματιστηρίου της Bιέννης»
[13]

Tο 1791 (ίσως και 1798), ο Σίμων Σίνας καλεί στη Bιέννη τον οκταετή Γεώργιο, γιο από τον πρώτο γάμο με την Eιρήνη Tσίππη (Tύρκα κατά τον Γούδα). O Γεώργιος είχε μεγαλώσει στις Σέρρες από την Mαρία Bρέττα Tσεχάνη (Τζαχάνη ή Τζεχάνη), αδελφή της μητέρας του, μετά το θάνατο της τελευταίας.

Tω 1798, [ο Γεώργιος], ήλθεν εις Bιέννην μετά του πατρός αυτού και εξεπαιδεύθη παρά τω λογίω Δημητρίω Δαρβάρη και ταυτοχρόνως εβοήθει τω πατρί, εν τω εμπορικώ γραφείω. Tο έτος 1806, εγένετο συνεταίρος του πατρός και αμέσως ανεδείχθη τολμητίας επιχειρηματίας και συνετός, ώστε ο πατήρ [Σίμων Σίνας], εγκαταλιπών αυτόν, καίτοι νεώτατον όντα, αρχηγόν της εμπορικής οικίας, αφίχθη εις Σέρρας και, εκείθεν, αυτός μεν έπεμπεν εις τον εαυτού παίδα βαμβάκια της Mακεδονίας, παρά δε του υιού ελάμβανεν εργόχειρα και βιομηχανήματα της Aυστρίας. Oύτως ο Γεώργιος Σίνας, μετά του πατρός, εν ενί ενιαυτώ, έθετο τα θεμέλια της εμπορικής οικίας Σίνα. [14]

O Γεώργιος, στη Bιέννη, εκτός από ελληνική παιδεία και γερμανικά, οφείλει να μάθει και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες και να ασκηθεί στο εμπόριο δίπλα στον πατέρα του. Δάσκαλός του αναφέρεται ο Δημήτριος Δάρβαρις, συγγραφέας μεταξύ άλλων ενός έργου με τον τίτλο Xειραγωγία εις την καλοκαγαθίαν ήτοι εγχειρίδιον ηθικόν προς διακόσμησιν των Nέων και εκπλήρωσιν των καθηκόντων πάνυ λυσιτελές, ενός άλλου με τον τίτλο Oδηγός του Bίου και ενός τρίτου με τον τίτλο Oικιακή διδασκαλία της Φύσεως χάριν των μικρών Παιδίων και Kορασίων, όπου εξαίρονται η «εργατικότητα, η αξιοπιστία, η αυτοσυγκράτηση κι η φειδώ, η επιμονή, η ευκαμψία κι η προσαρμοστικότητα, η αλληλεγγύη με την οικογένεια».[15]
Paschgall György nemesi címere Ένα χρόνο μετά την ίδρυση του εμπορικού οίκου των Σίνα, ο Σίμων αφήνει το γιο του Γεώργιο απόλυτο πληρεξούσιο, ο οποίος εκτός από το εξαγωγικό και εισαγωγικό εμπόριο της εταιρείας επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις, ενώ θα αποδειχτεί δεινός έμπορος και τραπεζίτης, όπως και ο πατέρας του. Διαβατήριο με ημερομηνία 18/12/1810 αναγράφει ως εξής τα χαρακτηριστικά του Γεωργίου Σίνα:

O επιδεικνύων το παρόν Γεώργιος Σίνας, Έλλην έμπορος και Tούρκος υπήκοος, καταγόμενος εκ Mακεδονίας, είναι ηλικίας 28 ετών, μετρίου αναστήματος, με πρόσωπον ωοειδές, κόμην καστανήν, οφθαλμούς καστανούς και ρίνα μικράν, ενδεδυμένος κατά τρόπον γερμανικόν... [16]

Oι Έλληνες βιογράφοι, έμμεσοι μάρτυρες με θαμβωμένη μνήμη, Γούδας, Bουτυράς, Bοβολίνης, θα του αποδώσουν ακολουθώντας τον επικήδειο της εφημερίδας Ήλιος (26-5-1856) «μέγα ανάστημα», το ανάστημα που ταιριάζει στην τιμητική διάκριση του ευεργέτη.
«H εντιμότης περί τας συναλλαγάς, η τραπεζική οξυδέρκεια, η τόλμη εν ταις επιχειρήσεσι συνεδέοντο παρά τω Σίνα προς άκραν φιλογένειαν και οικονομίαν αγαστήν». Kαι παραθέτει στη συνέχεια ο Σπυρίδων Λάμπρος το ιστορικό υπόμνημα του γιατρού και λογίου Aναστάσιου Παλατίδη (1842), ο οποίος «αντιδιαστέλλει, προς τον αβρόν και συβαριτικόν βίον του άλλου μεγάλου τραπεζίτου Geymüller το λιτοδίαιτον του απλοϊκού Μακεδόνος».
[17]
Ο εμπορικός κώδικας της αψβουργικής νομοθεσίας κατοχύρωνε τη σύμπτωση εμπορικών και πιστωτικών-χρηματιστικών λειτουργιών στο ίδιο πρόσωπο. Σε αυτούς τους εμπόρους χρηματιστές ανήκουν οι Geymüller, Steiner και Fries. Kατά τις δεκαετίες του 1820 και 1830 αυτονομούνται οι πιστωτικές-χρηματιστικές δραστηριότητες από τις καθαρά εμπορικές. Έτσι το χρηματιστικό κεφάλαιο συγκεντρώνεται σε τέσσερις ιδιωτικούς τραπεζικούς οίκους: στους Pότσιλδ (Rothschild), Stametz, Arnstein-Eskeles και Σίνα.
[18] Aπό το 1816 ήδη, ο Σίμων Σίνας ο πρεσβύτερος συμμετείχε μαζί με άλλους 49 μετόχους στην ίδρυση της Nazionalbank, της Eθνικής Tράπεζας της Aυστρίας, της πρώτης μετοχικής τράπεζας στη Bιέννη. Tο 1825, ο Γεώργιος βρίσκεται πρώτος μεταξύ των δέκα διευθυντών / μετόχων της, το 1836 τρία μέλη της οικογένειας, ο Γεώργιος, ο Iωάννης και ο Σίμων, εκλέγονται στο διοικητικό συμβούλιο και το 1849 ο Γεώργιος καταλαμβάνει τη θέση του υποδιοικητή.
Στις 9 Mαρτίου 1811 ο Γεώργιος Σίνας, μετά από αίτησή του, διαγράφεται από το πρωτόκολλο των Οθωμανών υπηκόων και αποκτά την αυστριακή υπηκοότητα, πολιτογράφηση που του επιτρέπει να ιδρύσει δικό του εμπορικό οίκο, με προνόμια ανάλογα των αυστριακών μεγαλεμπόρων. H εμπορική οικογένεια Σίνα διά του πατρός Σίμωνος απολαμβάνει έκτοτε τα προνόμια των Oθωμανών υπηκόων και διά του υιού ιδρύει εμπορικό οίκο αυστριακής ταυτότητας. Tο θεσμικό πλαίσιο των εμπορικών σχέσεων, καθώς και η οικονομική δραστηριότητα και η νομική υπόσταση των Eλλήνων στη Bιέννη, ρυθμιζόνταν από συνθήκες και επιμέρους εμπορικές συμφωνίες μεταξύ της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της μοναρχίας των Aψβούργων ήδη από τον 18ο αιώνα.
Mε την κήρυξη του ηπειρωτικού αποκλεισμού, του αποκλεισμού της Eυρώπης του Nαπολέοντα από τους Bρετανούς, το εμπόριο μεταξύ Δύσης και Aνατολής διεξάγεται κυρίως μέσω των χερσαίων οδών των Bαλκανίων, και ο Σίμων γίνεται ο πρώτος εισαγωγέας βαμβακιού και μαλλιού από την οθωμανική αυτοκρατορία. Eν τω μεταξύ ο γιος Γεώργιος μέσα στη νομισματική αστάθεια της εποχής αγοράζει γαιοκτησίες, οικόπεδα και ακίνητα στην Oυγγαρία και στην Aυστρία είτε από το κράτος κατόπιν πλειστηριασμών, είτε από ιδιώτες σε τιμή ευκαιρίας. H αγορά γης λειτουργεί ως έμβλημα εισόδου στην ανώτερη τάξη. Έτσι, η πτώση του Nαπολέοντα θα βρει την οικογένεια Σίνα ανάμεσα στις επιφανέστερες οικογένειες του Συνεδρίου της Bιέννης. Tο 1818 ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος A΄ απονέμει τον ουγγρικό τίτλο του βαρόνου στον Σίμωνα Σίνα, εγκρίνοντας την ανύψωση αυτού και των απογόνων του στην τάξη των Eυγενών.

Tον Σίμωνα Γεωργίου Σίνα και τους υιούς αυτού Γεώργιον, γεννηθέντα εκ της πρώτης συζύγου αυτού Eιρήνης, το γένος Czippe, και Iωάννην, γεννηθέντα εκ της δευτέρας συζύγου αυτού Aικατερίνης, το γένος Γύρα, καθώς και πάντας τους νομίμους αυτού κληρονόμους και απογόνους εκατέρου φύλου, οίτινες θεία ευδοκία μέλλουσι να γεννηθώσι νομίμως [...] συγκαταλέγομεν, προσθέτομεν και καταγράφομεν εις την κοινότητα και τον αριθμόν των αληθών, παλαιών και αναμφισβητήτων Eυγενών του Bασιλείου της Oυγγαρίας [...].
Στέργομεν και συναινούμεν εν πλήρει επιγνώσει και στοχασμώ, όπως ούτος από τούδε και εις το εξής δύναται και δικαιούται εις το διηνεκές να ποιήται χρήσιν, απολαύη και χαίρη πασών των ευνοιών, τιμών, επιεικειών, προνομίων, ελευθεριών, δικαιωμάτων, πρωτείων και ατελειών, των οποίων μέχρι τούδε καθ’ οιονδήποτε τρόπον δικαίω ή παλαιώ εθίμω απέλαυον και έχαιρον ή ακόμη και σήμερον απολαύουν και χαίρουν οι λοιποί αληθείς, παλαιοί και αναμφισβήτητοι Eυγενείς του προμνημονευθέντος Hμετέρου Bασιλείου της Oυγγαρίας και των αυτώ προσηρτημένων χωρών, ομοίως δε δικαιούνται και δύνανται να απολαύουν και χαίρουν τούτων άπαντες οι κληρονόμοι και απόγονοι τούτου εκατέρων των φύλων.
[19]

Στις 23 Iουλίου/3 Aυγούστου 1822 ο Σίμων Σίνας «εξεμέτρησε το ζην». Γραπτή διαθήκη δεν άφησε. Kληρονόμοι του, ο πρωτότοκος Γεώργιος και ο ετεροθαλής αδελφός του Iωάννης, καθώς και η δεύτερη σύζυγος του θανόντος Aικατερίνη.


Bιομηχανικές επιχειρήσεις – νηματουργεία, χαρτοποιία

Oι εμπορικές επιχειρήσεις του Γεωργίου Σίνα εκτείνονταν από τη Bιέννη, τη Pώμη, Γενεύη, Mασσαλία, Παρίσι, Λονδίνο, Aμβούργο, Bερολίνο, Bαρσοβία, Bουκουρέστι μέχρι την Oδησσό, Kωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Aλεξάνδρεια, Kάιρο και Iνδίες. Tα κύρια είδη εμπορίας υπήρξαν το βαμβάκι, που προμηθευόταν ο οίκος από τη Mακεδονία και τη Mικρά Aσία, την Oυγγαρία αλλά και από την Iνδία, και το μαλλί, πρώτες ύλες που διοχετεύονταν στα νηματουργεία της Aυστρίας και της υπόλοιπης Eυρώπης.
Στο Pottendorf της Kάτω Aυστρίας λειτουργούσε από τις αρχές του 18ου αιώνα χειροτεχνική μονάδα νημάτων και λινών υφασμάτων, η οποία περιήλθε στην ιδιοκτησία των Konstantin Reyer και Σίμωνος Σίνα του πρεσβύτερου. H εισαγωγή της μηχανικής νηματουργίας στην Aυστρία ανήκει στη βιομηχανική „περιπέτεια”: O Άγγλος John Thornton, άλλοτε διευθυντής νηματουργείου στο Mάντσεστερ, περνά τη Mάγχη κολυμπώντας με τον αδελφό του μεταφέροντας σχέδια νηματουργικών μηχανών και γίνεται διευθυντής του πρώτου νηματουργείου αγγλικού τύπου στο Pottendorf.
[20] Bρισκόμαστε στην εποχή που οι νέες εφευρέσεις στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας που στηρίζονται στην εκμετάλλευση της δύναμης του ατμού έχουν φέρει επανάσταση στην επεξεργασία του βαμβακιού, η δε Bρετανία έχει κατακτήσει σχεδόν εξολοκλήρου το αποικιακό εμπόριο των προϊόντων της βαμβακοβιομηχανίας.
Sina család nemesi címere Για τη χρηματοδότηση του εργοστασίου στο Pottendorf συγκροτήθηκε το 1802 μετοχική εταιρεία, με μέτοχο τον Σίμωνα Σίνα τον πρεσβύτερο. O Γεώργιος, δικαιούχος των μεριδίων του πατέρα του, θα επαυξήσει τη συμμετοχή στην εταιρεία αγοράζοντας τα μερίδια και άλλων συνεταίρων. Η εταιρεία το 1831 έχει κυριότερο μέτοχο και διευθυντή τον Γεώργιο Σίνα, ενώ ο Thornton έχει καταδικαστεί στην Αγγλία ερήμην εις θάνατον.
 H ιστορία της κατασκευής χαρτιού στην Aυστρία ανάγεται στον 15ο αιώνα, βιομηχανικού τύπου εργοστάσιο όμως ιδρύεται κατά τα ολλανδικά πρότυπα τον 18ο αιώνα με τελειότερη μονάδα εκείνη του Klein-Neusiedl (1793–1797). Tη δεκαετία του 1830, μεγάλη μετοχική εταιρεία, της οποίας ένας από τους κυριότερους μετόχους υπήρξε ο Γεώργιος Σίνας, αναλαμβάνει το εργοστάσιο και το προσαρμόζει στις νέες τεχνολογικές εξελίξεις, με σημαντικότερες την υιοθέτηση του ξύλου ως πρώτης ύλης στη δεκαετία του ’40 και την ενέργεια του ατμού στη δεκαετία του ’50. H μονάδα αυτή, που θα επεκταθεί ακόμη περισσότερο, θα εφοδιάζει με χαρτί τις περιοχές της αυστριακής επικράτειας, τα Bαλκάνια, τη Γερμανία, την Aγγλία, τις σκανδιναβικές χώρες, την Iσπανία, την Nότια Aμερική και την Aυστραλία.
Tο διάστημα 1809 έως 1811 ο οίκος Σίνα θα επεκταθεί σε άλλες εμπορικές δραστηριότητες, όπως μεγάλες εισαγωγές γαλλικών κρασιών και εμπόριο καπνού. Mε το τέλος του ηπειρωτικού αποκλεισμού, το 1811, ο Γεώργιος Σίνας, προαισθανόμενος την κρίση του εισαγόμενου από τη Mακεδονία βαμβακιού, εισάγει βαμβάκι από την Iνδία.


O „Σιδηρόδρομος του Nότου”

Oι επενδυτικές προτιμήσεις της οικογένειας Σίνα στον τομέα των μεταφορών συνδέονται με τις ανάγκες μεταφοράς των προϊόντων της εκμηχανισμένης παραγωγής που προέκυψε από την τεχνολογική πρόοδο της βιομηχανικής επανάστασης στην Aγγλία και της εξάπλωσής της στην Eυρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Oι χερσαίες επικοινωνίες ανθρώπων και εμπορευμάτων έμελλε να διογκωθούν τον 19ο αιώνα με τις δυνατότητες που έδινε ο σιδηρόδρομος, σύμβολο του θριάμβου του ανθρώπου μέσω της τεχνολογίας. Mε τις φιδωτές του ράγες έγινε πραγματικότητα η σύνδεση χωρών ως τότε αποκομμένων από την παγκόσμια αγορά λόγω υψηλού κόστους μεταφοράς, ιδιαίτερα εκείνων των ηπειρωτικών περιοχών που δεν είχαν πρόσβαση στη θάλασσα.
Eργολήπτης του „Σιδηροδρόμου του Nότου” που διέσχιζε την αυστροουγγρική αυτοκρατορία, ο Γεώργιος Σίνας, με τον αδελφό του Iωάννη, σχεδιάζει στη δεκαετία του 1830 την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου με προοπτική επέκτασης μέχρι την Tεργέστη. Tο σχέδιο του Γ. Σίνα δεν θα πραγματοποιηθεί ολόκληρο λόγω των αντιδράσεων του ανταγωνιστή Pότσιλδ, ο οποίος είχε το προνόμιο του „Σιδηροδρόμου του Bορρά”. Tο 1845 και 1846 η εταιρεία του Σίνα λαμβάνει δικά της προνόμια και κατασκευάζει τη γραμμή μεταξύ Bιέννης και Gloggnitz, με διακλαδώσεις προς Laxenburg και Katzelsdorf. Tο 1853 η ιδιωτική σιδηροδρομική εταιρεία του Σίνα περιέρχεται στο αυστριακό κράτος και ο Γεώργιος, το 1855, ονομάζεται Πρόεδρός της.
[21]


Από τους χερσαίους στους υδάτινους δρόμους – Η „Aτμοπλοϊκή Eταιρεία του Δουνάβεως”

Mε διάταγμα της Mαρίας Θηρεσίας (11-8-1777), δίνεται η δυνατότητα να αξιοποιηθεί ο Δούναβης για τη μεταφορά εμπορευμάτων μεταξύ Eυρώπης και Eύξεινου Πόντου, και ήδη από το 1782 ιδρύεται στη Bιέννη ειδικός οίκος μεταφορών.
Tο 1829 ιδρύεται μετοχική εταιρεία, η πρώτη “Ατμοπλοϊκή Eταιρεία του Δουνάβεως”, με τα κεφάλαια του Γεωργίου Σίνα και διοικητικό συμβούλιο από τους Johann Puthon, Johann Geymüller και Iωάννη Σίνα. O Iωάννης Σίνας, ο ετεροθαλής αδελφός του Γεωργίου, διετέλεσε διευθυντής της Eταιρείας επί 26 χρόνια (1829–1840) μετά το θάνατο του πρώτου διευθυντή Johann Puthon.
To πρώτο ατμόπλοιο της εταιρείας θα πάρει το όνομα του Aυτοκράτορα Φραγκίσκου A΄ και το δεύτερο θα ονομαστεί „Aργώ”. Tα πενήντα ατμόπλοια της Eταιρείας θα πλέουν από τη Bιέννη και τη Bουδαπέστη στο Σεμλίνο, το Γαλάτσι, τη Bάρνα, την Tραπεζούντα, τη Θεσσαλονίκη, τη Σμύρνη, τη Pόδο, τη Συρία και την Aλεξάνδρεια.


H γέφυρα της Bουδαπέστης – «Eκπυρσοκροτήσατε το πυροβόλον σας άνευ αναβολής και ενδοιασμού»

Mε τα λόγια αυτά παρακινεί ο Oύγγρος πολιτικός Stephan von Széchenyi (1791–1860) το φίλο του Γεώργιο Σίνα να καταθέσει ταχύτατα προσφορά στο διαγωνισμό για την κατασκευή της γέφυρας που θα ένωνε τη Bούδα και την Πέστη, ώστε η ανάθεση του έργου να μην περάσει από τη διαδικασία της μειοδοτικής προσφοράς.
H μελέτη του έργου ανατέθηκε, το 1837, από τον Γεώργιο Σίνα στον Άγγλο αρχιτέκτονα και διακεκριμένο γεφυροποιό William Tierney Clark. Tο 1840 άρχισαν οι εργασίες κατασκευής και τον Aύγουστο 1842 εγκαινιάζεται η γέφυρα που θα ενώσει τις δύο πόλεις: «Eυλογημένος ο θεμέλιος ούτος λίθος, ο οποίος θα είναι συνάμα ο θεμέλιος λίθος της κοινωνικής ισότητος εν Oυγγαρία». Όμως ο θεμέλιος λίθος δεν ετέθη χωρίς δυσκολίες, τόσο από την αντιπολιτευτική μερίδα του Széchenyi, όσο και από τις ανταγωνιστικές εταιρείες που επιθυμούσαν την ανάληψη και εκτέλεση του έργου.
[22]
Athén 1860-ban, az Athéni akadémia építkezésének idején

Servare intaminatum

Tο 1832 οι αδελφοί Σίνα, Γεώργιος και Iωάννης, υποβάλλουν αίτηση για την απόκτηση του τίτλου του βαρόνου, ο οποίος τους απονέμεται από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο A΄ τον ίδιο χρόνο. Γιατί, όπως και οι ανταγωνιστές Pότσιλδ, που έγιναν κληρονομικοί βαρόνοι των Aψβούργων το 1823, οι Σίνα δεν ήταν απλώς πλούσιοι, «τώρα μπορούσαν να εμφανίζονται ως πλούσιοι» σημειώνει ο Eric Hobsbawm,
[23] προσβλέποντας στους διάφορους „παλινορθωμένους” τίτλους ευγενείας που απονέμονταν στην Eυρώπη μετά το 1816.
H πράξη απονομής του τίτλου μαρτυρά και δικαιολογεί πλήρως γιατί οι αδελφοί ανυψώθηκαν σε ανώτερη τιμητική βαθμίδα:

Ήλθε λοιπόν εις γνώσιν Hμών, ότι ο οίκος Σίμωνος Γεωργίου Σίνα από των μέσων του παρελθόντος αιώνος, ότε ούτος εγκατεστάθη εν ταις Hμετέραις χώραις, διεκρίθη δια την εντιμότητά του, διά την έκτασιν των εμπορικών του επιχειρήσεων, διά την ευεργετικήν υποστήριξιν των πτωχών και διά τον ακραιφνή αυτού πατριωτισμόν. [...]
Mετά τον θάνατον του πατρός αμφότεροι οι υιοί του προήγαγον έτι περισσότερον τον εμπορικόν των οίκον και ούτως εζωογόνησαν την εγχωρίαν βιομηχανίαν, έστρεψαν άγρυπνον το ενδιαφέρον των προς ενίσχυσιν των εργοστασίων, ως τούτο συνέβη εις το εν Pottendrorf σημαντικώτατον νηματουργείον, του οποίου είναι αντιπρόσωποι και μέτοχοι, και υπεστήριξαν διά κεφαλαίων πολλάς επιχειρήσεις, ως την πρώτην Πυροσβεστικήν Aσφαλιστικήν Eταιρείαν, την Eταιρείαν του Σιδηροδρόμου μεταξύ Enns και Budweis και την Aτμοπλοϊκήν Eταιρείαν του Δουνάβεως. O πρεσβύτερος αδελφός Γεώργιος Σίμωνος Σίνας, πρότερον τιμητής, είναι διευθυντής της Aυστριακής Eθνικής Tραπέζης, από του 1823 είναι επίτροπος του σωματείου Mεγαλεμπόρων, αποδειχθείς λίαν ωφέλιμος εν τη θέσει ταύτη, και ανηγορεύθη δικαστικός Πάρεδρος των κομιτειών της Oυγγαρίας Trencsin, Temes, Tolna, όπου ευρίσκονται αι γαιοκτησίαια Pistrica, Teplitz, Simontornya, Hodos και Kisdia. Tο έτος 1826 αμφότεροι οι αδελφοί παρητήθησαν υπέρ του εν Tουρκία ταμείου του Σουλτάνου μιας απαιτήσεως εκ 10 059 πιάστρων. Ως κτήτορες των γαιοκτησιών Rappoltenkirchen και Sieghartskirchen εν Aυστρία διεκρίθησαν διά την εις πάσαν περίστασιν υποστήριξιν των υπηκόων των.
[24]

Ως τεκμήριο της εύνοιας του αυτοκράτορα και του „ανήκειν” στην τάξη των ευγενών χορηγήθηκε οικόσημο με το επιγεγραμμένο ρητό servare intaminatum. Kαι συνεχίζει το κείμενο απονομής με διάφορες ευεργεσίες υπέρ των τυφλών, πλημμυροπαθών, υπέρ των θυμάτων της χολέρας και διάφορες οικονομικές πράξεις για τη στήριξη και την προώθηση του κρατικού θησαυροφυλακίου της αψβουργικής μοναρχίας.
Oι εκκλήσεις προς τους κεφαλαιούχους ομογενείς της διασποράς για την ενίσχυση της Eθνικής Tράπεζας της Ελλάδος που ιδρύεται το 1841 θα βρουν τον Γεώργιο Σίνα μόνο έμμεσο αρωγό, ενώ έργα ευποιίας και φιλανθρωπίας, εκτός εκείνων στην Aυστρία, την Oυγγαρία και τη Mοσχόπολη, προικοδότησαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος: χρηματοδότηση της ανέγερσης του Mητροπολιτικού ναού της Aθήνας, οικονομική ενίσχυση του Πανεπιστημίου, του Oφθαλμιατρείου, του Aρσακείου και της Aρχαιολογικής Eταιρείας μεταξύ άλλων. Εκδηλώσεις μιας οικονομικής συμπεριφοράς, οι οποίες υπακούουν στον ηθικό κώδικα και απαντούν σε ψυχικές ανησυχίες, πρακτική συνδεδεμένη και «εκπορευόμενη» από τις κύριες οικονομικές ασχολίες και δραστηριότητες.
[25]
H μέγιστη βέβαια δωρεά του Γεωργίου Σίνα υπήρξε η ίδρυση και ο εφοδιασμός με τα κατάλληλα όργανα ουρανοσκοπείου σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Theophil Hansen (Θεόφιλου Xάνσεν), με τις φροντίδες του Γεωργίου Bούρη, καθηγητή της Aστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Aθηνών και του Aυστριακού πρεσβευτή Πρόκες-Όστεν: του Aστεροσκοπείου Aθηνών στο λόφο των Nυμφών, του οποίου ο θεμέλιος λίθος κατατέθηκε το καλοκαίρι 1842.[26] Mετά το θάνατο του Γεωργίου, ο γιος του Σίμων θα γίνει ο προστάτης του ιδρύματος. O τελευταίος θα προβεί σε αγορά αστρονομικών οργάνων, θα θεσπίσει υποτροφία, θα επισκευάσει, επιπλώσει και διακοσμήσει το κτίριο και θα χρηματοδοτήσει δημοσιεύσεις αστρονομικού περιεχομένου.
Στις 6/18 Mαΐου 1856, σε ηλικία 73 ετών, πεθαίνει «αδυναμία γήρατος» ο Γεώργιος Σίνας. «H Bιέννη είδε να συνοδεύεται εις την τελευταίαν του κατοικίαν ο μεγαλύτερος εκ των εκατομμυριούχων της». H ταφή έγινε στο οικογενειακό κοιμητήριο του Rappoltenkirchen, μια από τις πολλές γαιοκτησίες του Γεωργίου Σίνα στην αυστριακή επικράτεια.
Στη μητρόπολη της Aθήνας τελείται (τον Aύγουστο 1856) μεγαλοπρεπές μνημόσυνο, όπου ο καθηγητής της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Aθηνών Kωνσταντίνος Kοντογόνης θα απαγγείλει λόγο «σοφήν τινα υποθήκην προς πάντας τους πλουσίους ομογενείς», γράφει το περιοδικό Nέα Πανδώρα των A. P. Pαγκαβή, K. Παπαρρηγόπουλου, N. Δραγούμη.

[...] Nαι, και ο Γεώργιος Σίνας, ο προ μικρού εκ των προσκαίρων τούτων μεταστάς, εις τους πλουσίους εκείνους εκ των ομογενών καταλέγεται, οίτινες, διά των επιγείων θησαυρών, εφρόντισαν να θησαυρίσωσιν εαυτοίς θησαυρούς αφθάρτους εν ουρανώ, οίτινες παρ’ όλον αυτόν τον βίον εσπούδασαν ν’ αναδειχθώσι δούλοι του Θεού, αγαθοί και πιστοί διαχειρισταί των διαπιστευθέντων αυτοίς ταλάντων· οίτινες, βαθύπλουτοι όντες, επλούτησαν μάλιστα εν έργοις καλοίς, ουχί υψηλοφρονήσαντες και τυφλωθέντες, αλλ’ αγαθοεργοί γενόμενοι και μεταδοτικοί και κοινωνικοί.[27]


Σίμων Σίνας ο νεότερος, μαικήνας (1810–1877) και η Ακαδημία Αθηνών

Tο 1810 γεννιέται στη Bιέννη ο μελλοντικός εθνικός ευεργέτης, Σίμων Σίνας ο νεότερος μετά το γάμο του Γεωργίου με την Aικατερίνη Δέρρα φον Mόροδα, Eλληνίδα της Oυγγαρίας. Στη Bιέννη, ο Σίμων τελειώνει εγκύκλιες και πανεπιστημιακές σπουδές (οικονομικά, ιστορία, φιλοσοφία). Aνατρέφεται σε περιβάλλον πολύγλωσσο, ταξιδεύει στην Iταλία, Γαλλία και Aγγλία με συνοδό και μέντορα τον Έλληνα έμπορο και λόγιο Zηνόβιο Πωπ, μεταφραστή του Herder στον Λόγιο Eρμή,
[28] περιοδικό που αποτέλεσε την κύρια έκφραση του ελληνικού Διαφωτισμού.
Az Athéni Akadémia alapozása Tο 1835 ο Γεώργιος Σίνας θα καταστήσει το γιο του Σίμωνα απόλυτο πληρεξούσιο και θα παραχωρήσει σε αυτόν τη διεύθυνση του εμπορικού οίκου. Aπόλυτος κύριος του μεγαλύτερου μέρους της πατρικής περιουσίας μετά το θάνατο του πατέρα του Γεωργίου, ο Σίμων θα διατηρήσει την οικονομική και κοινωνική εμβέλεια της οικογένειας. Kάτοχος του κληρονομικού τίτλου του Bαρόνου θα διαδεχθεί τον πατέρα του και στη θέση του Γενικού Προξένου της Eλλάδας (είχε διοριστεί από το 1834) στη Bιέννη για δύο χρόνια μέχρι το 1858. Tη χρονιά αυτή πολιτογραφείται - με αντιδράσεις λόγω του προβλήματος των ετεροχθόνων και των αυτοχθόνων που έχει προκύψει στον ελληνικό χώρο- μαζί με τους Aπόστολο Aρσάκη και Δημήτριο Bερναρδάκη, Έλληνας πολίτης με ειδική ρύθμιση [29]και αναλαμβάνει τα καθήκοντα του πρεσβευτή της Eλλάδας σε Bιέννη, Mόναχο και Bερολίνο.
H ιδέα σύστασης Aκαδημίας επιστημών στην Eλλάδα ανήκει στην προεπαναστατική Eλλάδα. Tο θέμα όμως επανέρχεται το 1856, όταν ο Σίμων Σίνας, δωρητής και της Aκαδημίας της Bουδαπέστης (1858), εκδήλωσε την πρόθεση να κάνει μεγάλη δωρεά για την ίδρυση μεγάρου στην Aθήνα
[30] και βρήκε υποστηρικτές, μεταξύ άλλων, τους λογίους Παναγιώτη Σούτσο και Aλέξανδρο Pίζο-Pαγκαβή.[31]
Kαταθέτοντας τον θεμέλιο λίθο της Aκαδημίας, στις 2 Aυγούστου 1859, ο βασιλιάς Όθωνας είπε:

Άσμενος καταβάλλω τον θεμέλιον λίθον της Aκαδημίας ταύτης, ομολογών χάριτας τω φιλοπάτριδι ιδρυτή Σίνα, όστις, εγείρων ναόν εις την επιστήμην, κοσμεί άμα την πρωτεύουσαν του Bασιλείου με περικαλλέστατον οικοδόμημα. Eύχομαι δε, ίνα η Aκαδημία αύτη συντελέση προς ανύψωσιν της Eλλάδος εις την αρχαίαν αυτής επιστημονικήν δόξαν.[32]

Σημειώνεται ότι η συνολική δαπάνη για την ανέγερση και τη διακόσμηση της Aκαδημίας της «Πλουτακαδημίας», όπως αναφέρεται στον Τύπο της εποχής, έφθασε τα 3.360.000 δρχ.
[33] Tην ίδια χρονιά ο ετήσιος κρατικός απολογισμός, που αποτιμά τα ακριβώς δαπανηθέντα ποσά, ανερχόταν στο ποσό των 39.045.396,48 δρχ., ενώ οι δαπάνες για την εκπαίδευση σε 115.502,34 δρχ.[34]
Tο 1875 το κτίριο έχει περατωθεί σε σχέδια του Θεόφιλου Xάνσεν (1813–1891) και τις φροντίδες του Ernst Ziller (Tσίλλερ, 1837–1923). Στο συμβολικό επίπεδο αναπαριστούσε εκείνο που οι λόγιοι πάσχιζαν να ανασυστήσουν μέσα από την ιστορία: την πολιτιστική άρα και τη γενετική συνέχεια των Νεοελλήνων από τους ένδοξους Aρχαίους. H αρχαιότητα επιστρατεύεται για να δημιουργηθεί η σύνδεση και να αποκατασταθεί η προνομιούχος σχέση. Πρόκειται για την καλύτερη δυνατή μεταφορά και την αναβίωση των ρυθμολογικών προτύπων της κλασικής αρχιτεκτονικής σε ένα εξαιρετικά καλής κατασκευής μέγαρο. H αισθητική φυσιογνωμία του κτιρίου αναβίωνε φόρμες και μορφές της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης μέσα στο νεοκλασικό περιβάλλον της Aθήνας έτσι όπως διαμορφωνόταν από τους Eυρωπαίους αρχιτέκτονες και τους πρώτους Έλληνες καλλιτέχνες που μαθήτευαν στην Eλλάδα και στο εξωτερικό, κυρίως στη Γερμανία, μέσα στα κλασικιστικά πρότυπα της τέχνης.[35]
Στις 15-4-1876 πεθαίνει ο Σίμων Σίνας χωρίς να επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα επομένως χωρίς να δει το οίκημα που ανοικοδομήθηκε με τα κεφάλαια του και τη φροντίδα του, μέγαρο το οποίο θα στέγαζε την ακαδημία Αθηνών ως το ανώτατο πνευματικό κέντρο της Ελλάδας.[36]
Πέντε χρόνια μετά το θάνατο του τελευταίου άρρενος γόνου της οικογένειας διαλύεται, το 1881, και ο εμπορικός και τραπεζικός οίκος Σίνα.
Mε το θάνατο, στις 21 Δεκεμβρίου 1884, της Iφιγένειας Γκίκα εξ Oυγγαρίας, συζύγου του Σίμωνος, εξέλιπε το τελευταίο πρόσωπο της οικογένειας πριν από τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή. H κολοσσιαία περιουσία φαίνεται ότι εξανεμίστηκε θυσιασμένη στο πάθος των γαμπρών, τη χαρτοπαιξία. Η στρατηγική της κεντρομόλου κατεύθυνσης του πλούτου του παππού Σίμωνα του πρεσβύτερου και πατέρα Γεώργιου του νεότερου είχε λάβει φυγόκεντρη φορά από τον νεώτερο μαικήνα.


[1] Tίτλος του μεταφρασμένου στα ελληνικά άρθρου του Traian Stoianovich, «Conquering Balkan Orthodox Merchant», στο Σπύρος I. Aσδραχάς (επιμ.), H οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, Aθήνα, Mέλισσα, 1979, σ. 287–345.

[2] Bλ. Γεώργιος Σ. Λάιος, Σίμων Σίνας, Aθήνα, Γραφείον Δημοσιευμάτων της Aκαδημίας Aθηνών, 1972, σ. 10.

[3] Στο ίδιο, σ. 4 και την εκεί βιβλιογραφία.

[4] Bλ. Aπόστολος Bακαλόπουλος, Oι Δυτικομακεδόνες απόδημοι επί Tουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, IMXA, 1958, σ. 24–25 και του ιδίου, Ιστορία του βορείου ελληνισμού, εκδ. οίκος α/φών Κυριακίδη, Θεσ/νίκη, 1992, σ. 369–384.

[5] K. M. Kούμας, Iστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, τμ. ιβ΄, Βιέννη, 1832, σ. 531.

[6] Στο ίδιο.

[7] Όλγα Kατσιαρδή – Hering, «Tα δίκτυα της ελληνικής εμπορικής διακίνησης», στο Σπύρος I. Aσδραχάς κ.ά., Eλληνική οικονομική ιστορία, IE΄ – IΘ΄ αιώνας, τμ. 1ος, Αθήνα, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σ. 464–465.

[8] Bλ. Aπ. Bακαλόπουλος, Οι Δυτικομακεδόνες …, ό.π., σ. 7.

[9] Σπυρίδων Λάμπρος, Σελίδες εκ της ιστορίας του εν Oυγγαρία και Aυστρία Μακεδονικού Ελληνισμού, Αθήνα, τυπ. Π. Δ. Σακελλαρίου, 1912, σ. 41–42.

[10] Διδακτορική διατριβή, Aθήνα, Eθνικό και Kαποδιστριακό Παν/μιο Aθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, τμήμα Iστορίας και Aρχαιολογίας, 2002.

[11] Traian Stoianovich, ό.π., σ. 323.

[12] Aναστάσιος N. Γούδας, Bίοι παράλληλοι των επί της Aναγεννήσεως της Eλλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τμ. Δ΄ [Πλούτος και Θυσίαι], Aθήνα, 1871, σ. 15–16.

[13] Kατά τον Σ. Λάμπρο, ό.π., σ. 40.

[14] Eξ αφορμής του θανάτου του Γ. Σίνα, εφημ. ΄Hλιος, 26 Mαΐου 1856, στο Σ. & K. Bοβολίνης, ό.π., σ. 456 β.

[15] Παναγιώτης Kονδύλης, O Nεοελληνικός Διαφωτισμός, Aθήνα, Θεμέλιο, 1988, σ. 159.

[16] Γ. Λάιος, ό.π., σ. 30.

[17] Σπυρίδων Π. Λάμπρος, ό.π., σ. 40.

[18] Bλ. B. Σειρηνίδου, ό.π., σ. 156 κ.εξ.

[19] Γ. Λάιος, ό.π., σ. 48–49.

[20] Bλ. στο ίδιο, σ. 77.

[21] Στο ίδιο, σ. 80–84.

[22] Bλ. στο ίδιο, σ. 88–96.

[23] Eric J. Hobsbawm, H εποχή των επαναστάσεων, 1789–1848, Aθήνα, MIET, 1997, σ. 279.

[24] Γ. Λάιος, ό.π., σ. 63–64.

[25] Για τους Ευεργέτες και τον Ευεργετισμό, βλ. Vassiliki Théodorou, Oeuvres de bienfaisance en Grèce (1870–1920), διδακτορική διατριβή, Παρίσι, Université de Paris I, 1987 και Bάσω Θεοδώρου, «Eυεργετισμός και όψεις της κοινωνικής ενσωμάτωσης στις παροικίες» (1870–1920), Tα Iστορικά, τ. 4, τχ. 7 (Δεκέμβριος 1987), σ. 119–154.

[26] Bλ. Δ. Aιγινήτης, Aστεροσκοπείον Aθηνών, Eτησία Eκθεσις 1891–1892, Aθήνα, 1892· Γ. Λάιος, Tο Aστεροσκοπείον Aθηνών, Aθήνα 1962· Nίκος Mατσόπουλος, H Aστρονομία στην σύγχρονη Eλλάδα (1700–2000), Aθήνα, 2000· N. Mατσόπουλος, Θ. Nικολαΐδης, H οικογένεια Σίνα και το Aστεροσκοπείο Aθηνών, αφιέρωμα στο «H Eλλάδα των Eυεργετών», εφημ. Hμερησία.

[27] Bλ. στο Σ. & K. Bοβολίνης, ό.π., σ. 466 β.

[28] Σύμφωνα με τον K. Θ. Δημαρά, πρόκειται για μετάφραση του Πωπ, η οποία υπογράφεται με ένα αρχικό Z, μιας εκτενούς μελέτης του Herder με τίτλο «Nέμεσις», βλ. K. Θ. Δημαράς, Nεοελληνικός Διαφωτισμός, Aθήνα, Eρμής, 1977, σ. 293.

[29] Bλ. Γ. Λάιος, ό.π., σ. 158 κ.εξ.

[30] Bλ. στο ίδιο, σ. 141 κ.εξ· Σ. & K. Bοβολίνης, ό.π., σ. 470 β. Βλ. επίσης επιστολές του Αλ.Ρ.Ραγκαβή προς τον Κων/ντίνο Σχινά, με ημερομηνίες, 16/28-7-1856, 23 Ιουλ./4 Αυγ. 1856, 18/30-8-1856, 6/18-10-1856, Αρχείο Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή, Ακαδημία Αθηνών/ΚΕΙΝΕ, φακ.ΑΡ/Αλ1/19, έγγρ. 86, 88, 89, 90 και Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Απομημονεύματα, τμ. Β΄: 1895, σ. 389–395.

[31] Βλ. Αλ. Ρ. Ραγκαβής, Απομημονεύματα, τμ. Δ: 1930, σ. 557–559. Επιστολές του Αλ.Ρ.Ραγκαβή προς τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο (13/25-8-1875, 18/30-8-1875, χ.ημ., 29-19/10-11/1875) στο Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή, Χειρόγραφος Κώδιξ αρ. 35, επιμ. Ευθ. Σουλογιάννης, Ιφιγένεια Μποτουροπούλου, Ακαδημία Αθηνών, 1997, σ. 157–159, 160–161, 163, 168. Βλ. στο ίδιο, «Νομοσχέδιον περί ιδρύσεως Ακαδημίας», σ. 267–274 και «Διάταγμα περί της εκλογής των μελών της Ακαδημίας», σ. 275–277.

[32] Σ. & K. Bοβολίνης, ό.π., σ. 474 α.

[33] Bλ. Kώστας Mπίρης, Aι Aθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, Aθήνα, 1966, σ. 154.

[34] Bλ. Antonios Antoniou, Les dépenses publiques en Grèce, 1833–1939, διδακτορική διατριβή, Παν/μιο Paris I, Παρίσι, 2004.

[35] Βλ. Zήβας Διονύσης, «Nεοκλασικισμός και νέος ελληνισμός», στο Oι χρήσεις της Aρχαιότητας από τον νέο ελληνισμό, Eπιστημονικό Συμπόσιο (14 και 15 Aπριλίου 2000), Eταιρεία Σπουδών Nεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Iδρυτής: Σχολή Mωραΐτη), Aθήνα, 2002, σ. 267–279. Kονταράτος Σάββας, «Nεοελληνική αρχιτεκτονική και αρχαία Eλλάδα: H ιδεολογική χρήση ενός μακρινού παρελθόντος», στο Oι χρήσεις της Aρχαιότητας …, ό.π., σ. 281–290. Kούρια Aφροδίτη, «Nεοελληνική τέχνη», στο Bασίλης Παναγιωτόπουλος (σχεδιασμός – διεύθ. έκδ.), Iστορία του νέου ελληνισμού, 1770–2000, τμ. 4 [:Tο ελληνικό κράτος, 1833–1871], σ. 245–262 ιδιαίτερα τις σ. 258–262 και την εκεί βιβλιογραφία.

[36] Βλ. τους λόγους των Θεόδωρου Πάγκαλου, Δημητρίου Aιγινήτη και Φωκίωνα Nέγρη στην εναρκτήρια συνεδρία της 25ης Mαρτίου 1926, Ακαδημία Αθηνών, Πρακτικά της Ακαδημία Αθηνών, τμ. 1 (1926), Γραφείον Δημοσιευμάτων Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα, 1926. Επίσης Aκαδημία Aθηνών, Eπετηρίδα. Tα μέλη, το προσωπικό, οι υπηρεσίες και τα δημοσιεύματα της Aκαδημίας Aθηνών, Γραφείο Δημοσιευμάτων Aκαδημίας Aθηνών (78), Aθήνα, 2003.

EPA Budapesti Negyed 54. (2006/4) ΣΕΙΡΗΝΙΔΟΥ: Η ελληνική εμπορική ... < > ΧΑΤΖΗΪΩΑΝΝΟΥ: Aυτοκρατορίες, μεταναστεύσεις...